Φουντωτό

Φουντωτό
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.260 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ριζιμιός — ά, ό, Ν 1. αυτός που είναι στερεωμένος ακλόνητα με βαθιές ρίζες στη γη και προεξέχει στην επιφάνεια της («να βρω κλωνάρι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι», δημ. τραγούδι) 2. (κατ επέκτ.) ακλόνητος, ατράνταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ῥιζιμίος <… …   Dictionary of Greek

  • φουντωτός — ή, ό, Ν [φουντώνω (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά») 2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο») 3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια») …   Dictionary of Greek

  • φιλόμαχος ή μαχητής — Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Πρόκειται για αποδημητικά πουλιά, που τον χειμώνα ζουν στην Αφρική και το καλοκαίρι μεταναστεύουν στις εύκρατες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, όπου και αναπαράγονται.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”